περνάει ακόμα η μπογιά μου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περνάει ακόμα η μπογιά μου < μεσαιωνική ελληνική «δέν πέρασε ἡ μπογιά της» (δεν κατάφερε να εντυπωσιάσει τον άντρα της με τις βαφές και την απατάει) [1]
Έκφραση[επεξεργασία]
περνάει ακόμα η μπογιά μου
- είμαι ακόμα διάσημος ή έχω ακόμα τις δυνατότητες που είχα παλαιότερα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περνάει ακόμα η μπογιά μου
|