περονιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
περονιάζω, αόρ.: περούνιασα, παθ.φωνή: περονιάζομαι, π.αόρ.: περονιάστηκα, μτχ.π.π.: περονιασμένος[1]
- τρυπώ με το πηρούνι
- (μεταφορικά) διαπερνώ
- ※ Η υγρασία μάς περόνιαζε τα κόκαλα, αλλά μέναμε ακίνητοι. (Γιάννης Ξανθούλης (1987), Το πεθαμένο λικέρ [μυθιστόρημα])
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)