περπατούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περπατούρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περπατούρα θηλυκό
- είδος οχήματος για μωρό που δεν ξέρει ακόμα να περπατά, στράτα
- βοήθημα βάδισης για άτομα με κινητικά προβλήματα
- → δείτε τη λέξη πι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περπατούρα