περσέμολο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περσέμολο < μεσαιωνική ελληνική περσέμολο < ιταλική prezzemolo < λατινική petroselinum < ελληνιστική πετροσέλινον (σέλινο που φυτρώνει σε πετρώδες έδαφος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περσέμολο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περσέμολο
→ δείτε τη λέξη μαϊντανός |