περσινών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]περσινών
- γενική πληθυντικού του περσινός
- γενική πληθυντικού του περσινή
- γενική πληθυντικού του περσινό
περσινών