περσόνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περσόνα οι περσόνες
      γενική της περσόνας
    αιτιατική την περσόνα τις περσόνες
     κλητική περσόνα περσόνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περσόνα < (άμεσο δάνειο) λατινική persona (< ετρουσκικά 𐌘𐌄𐌓𐌔𐌖: φersu ή λατινικά persono)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περσόνα θηλυκό

  1. (θέατρο) το προσωπείο, η μάσκα ενός ηθοποιού
  2. η εικόνα που (θέλει να) προβάλλει κάποιος προς τους άλλους για τον εαυτό του η εσκεμμένα καλλιεργεί

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]