πεσκίρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πεσκίρι | τα | πεσκίρια |
γενική | του | πεσκιριού | των | πεσκιριών |
αιτιατική | το | πεσκίρι | τα | πεσκίρια |
κλητική | πεσκίρι | πεσκίρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πεσκίρι ουδέτερο
- το προσόψι, πετσέτα προσώπου