πεσκαδούρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεσκαδούρος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πεσκαδούρος αρσενικό

  • είδος γάντζου για την αγκίστρωση της άγκυρας και την στερέωσή της στη θέση της όταν το πλοίο αναχωρεί από λιμάνι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]