πεταλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεταλισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεταλισμός αρσενικό
- έτσι ονομαζόταν στις Συρακούσες ο οστρακισμός, επειδή κατά τη διαδικασίας της ψηφοφορίας χρησιμοποιούσαν φύλλα ελιάς αντί για όστρακα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεταλισμός
|