πεταλουδίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεταλουδίζω < πεταλούδα + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

πεταλουδίζω

  1. (σπάνιο) πετώ γοργά και με χάρη σαν πεταλούδα
  2. (μεταφορικά) (για γυναίκα) έχω επιπόλαιες ερωτικές σχέσεις

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]