πεταλωτήριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεταλωτήριον (μαρτυρείται από το 1833) [1] → και δείτε τη λέξη πεταλωτήριο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεταλωτήριον, -ίου ουδέτερο
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ 1833, Ελληνικοί κώδικες σελ. 802, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου