πετιέμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πετιέμαι < παθητική φωνή του ρήματος πετάω / πετώ

Ρήμα[επεξεργασία]

πετιέμαι και πετάγομαι, πρτ.: πετιόμουν(α) και πεταγόμουν(α), στ.μέλλ.: θα πεταχτώ, αόρ.: πετάχτηκα, μτχ.π.π.: πεταγμένος

  1. με πετάνε
    1. με ρίχνουν
    2. με απορρίπτουν ως κάτι άχρηστο
    3. με σκορπάνε
  2. κινούμαι απότομα και ορμητικά
  3. πηγαίνω κάπου, σε κοντινή συνήθως απόσταση, με σκοπό να επιστρέψω γρήγορα
    ※  Ας το μπουκάλι στην κουζίνα, και πετάξου απέναντι στην κυρα-Χρυσή να της πεις νάρθει δυο λεπτά που θέλω να της μιλήσω. (Κώστας Ταχτσής (1972). «Τα ρέστα». Συλλογή διηγημάτων Τα ρέστα)
  4. παίρνω τον λόγο, απότομα και συνήθως άκαιρα
    μην πετιέσαι σαν πορδή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]