πετιμέζι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πετιμέζι | τα | πετιμέζια |
γενική | του | πετιμεζιού | των | πετιμεζιών |
αιτιατική | το | πετιμέζι | τα | πετιμέζια |
κλητική | πετιμέζι | πετιμέζια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πετιμέζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική pekmez
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pe.tiˈme.zi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πετιμέζι ουδέτερο
- ο συμπυκνωμένος χυμός που παίρνουμε μετά από το βράσιμο του μούστου
- ο χαρακτηρισμός για κάτι με υπερβολικά γλυκιά γεύση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
πετιμέζι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πετιμέζι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)