πετοσφαίριση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πετοσφαίριση οι πετοσφαιρίσεις
      γενική της πετοσφαίρισης των πετοσφαιρίσεων
    αιτιατική την πετοσφαίριση τις πετοσφαιρίσεις
     κλητική πετοσφαίριση πετοσφαιρίσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πετοσφαίριση < καθαρεύουσα πετοσφαίρισις < πετόσφαιρα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pe.toˈsfe.ɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐το‐σφαί‐ρι‐ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πετοσφαίριση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]