πετρίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πετρίτης | οι | πετρίτες |
γενική | του | πετρίτη | των | πετριτών |
αιτιατική | τον | πετρίτη | τους | πετρίτες |
κλητική | πετρίτη | πετρίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πετρίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πετρίτης αρσενικό
- είδος γνήσιου γερακιού (γένος Falco) που απαντάται και στον ελλαδικό χώρο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- πετρίτης στη Βικιπαίδεια