πετραχήλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πετραχήλι | τα | πετραχήλια |
γενική | του | πετραχηλιού | των | πετραχηλιών |
αιτιατική | το | πετραχήλι | τα | πετραχήλια |
κλητική | πετραχήλι | πετραχήλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πετραχήλι < μεσαιωνική ελληνική πετραχήλι < ελληνιστική κοινή περιτραχήλιον, ουδέτερο του περιτραχήλιος < περί + αρχαία ελληνική τράχηλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πετραχήλι ουδέτερο
- (θρησκεία) άμφιο από στενόμακρο ύφασμα που στηρίζεται στον τράχηλο και το φορούν οι ιερείς, όταν τελούν ένα μυστήριο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τάζω λαγούς με πετραχήλια: υπόσχομαι πράγματα που δεν μπορώ να πραγματοποιήσω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)