πετρελαιοειδής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πετρελαιοειδής | η | πετρελαιοειδής | το | πετρελαιοειδές |
γενική | του | πετρελαιοειδούς* | της | πετρελαιοειδούς | του | πετρελαιοειδούς |
αιτιατική | τον | πετρελαιοειδή | την | πετρελαιοειδή | το | πετρελαιοειδές |
κλητική | πετρελαιοειδή(ς) | πετρελαιοειδής | πετρελαιοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πετρελαιοειδείς | οι | πετρελαιοειδείς | τα | πετρελαιοειδή |
γενική | των | πετρελαιοειδών | των | πετρελαιοειδών | των | πετρελαιοειδών |
αιτιατική | τους | πετρελαιοειδείς | τις | πετρελαιοειδείς | τα | πετρελαιοειδή |
κλητική | πετρελαιοειδείς | πετρελαιοειδείς | πετρελαιοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πετρελαιοειδής, -ής, -ές
- που μοιάζει σαν πετρέλαιο
- που παράγεται από το πετρέλαιο ή κατά τη διαδικασία παραγωγής του
- Τουλάχιστον 7.200 τόνοι επικίνδυνα απόβλητα οικοτοξικού χαρακτήρα (πετρελαιοειδείς λάσπες από δεξαμενές των 2 διυλιστηρίων, Ασπροπύργου και Πετρόλα) διακινήθηκαν μέσα από κατοικημένες περιοχές της πόλης στο λιμάνι της Ελευσίνας. (*)
- (ουσιαστικοποιημένο) πετρελαιοειδές (ή συνηθέστερο στον πληθυντικό πετρελαιοειδή)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πετρέλαιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πετρελαιοειδής
|