πετρελαιοπαραγωγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πετρελαιοπαραγωγικός < πετρελαιοπαραγωγ(ή) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
πετρελαιοπαραγωγικός, -ή, -ό
- σχετικός με την πετρελαιοπαραγωγή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πετρελαιοπαραγωγικός
|