πετρελαιοφόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πετρελαιοφόρος η πετρελαιοφόρα το πετρελαιοφόρο
      γενική του πετρελαιοφόρου της πετρελαιοφόρας του πετρελαιοφόρου
    αιτιατική τον πετρελαιοφόρο την πετρελαιοφόρα το πετρελαιοφόρο
     κλητική πετρελαιοφόρε πετρελαιοφόρα πετρελαιοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πετρελαιοφόροι οι πετρελαιοφόρες τα πετρελαιοφόρα
      γενική των πετρελαιοφόρων των πετρελαιοφόρων των πετρελαιοφόρων
    αιτιατική τους πετρελαιοφόρους τις πετρελαιοφόρες τα πετρελαιοφόρα
     κλητική πετρελαιοφόροι πετρελαιοφόρες πετρελαιοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πετρελαιοφόρος < πετρέλαι(ο) + -ο- + -φόρος (1. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pétrolier. 2. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pétrolifère)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.tɾe.le.oˈfo.ɾos/

Επίθετο[επεξεργασία]

πετρελαιοφόρος, -α / -ος, -ο

  1. που μεταφέρει πετρέλαιο
  2. που (περι)έχει πετρέλαιο
  3. (ουσιαστικοποιημένο) πετρελαιοφόρο: δεξαμενόπλοιο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]