πετρελαιούπολη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πετρελαιούπολη | οι | πετρελαιουπόλεις |
γενική | της | πετρελαιούπολης* | των | πετρελαιουπόλεων |
αιτιατική | την | πετρελαιούπολη | τις | πετρελαιουπόλεις |
κλητική | πετρελαιούπολη | πετρελαιουπόλεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πετρελαιουπόλεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πετρελαιούπολη θηλυκό
- πόλη σε περιοχή που παράγει πετρέλαιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πετρελαιούπολη
|