πετρελαϊκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πετρελαϊκός < πετρέλαιο + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
πετρελαϊκός -ή, -ό
- σχετικός με το πετρέλαιο
- Οι ΗΠΑ θέλουν να ελέγξουν τα πετρελαϊκά αποθέματα της χώρας