πετριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πετριά οι πετριές
      γενική της πετριάς των πετριών
    αιτιατική την πετριά τις πετριές
     κλητική πετριά πετριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πετριά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πετριά θηλυκό

  1. η ρίψη μιας πέτρας ή χτύπημα από τέτοια ρίψη
    έφαγε μια γερή πετριά
  2. η έμμονη ιδέα, μανία για κάτι
    από παιδί είχε την πετριά με τα αθλητικά
    ο κάθε άνθρωπος έχει την πετριά του

Μεταφράσεις[επεξεργασία]