πετριά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πετριά | οι | πετριές |
γενική | της | πετριάς | των | πετριών |
αιτιατική | την | πετριά | τις | πετριές |
κλητική | πετριά | πετριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πετριά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πετριά θηλυκό
- η ρίψη μιας πέτρας ή χτύπημα από τέτοια ρίψη
- έφαγε μια γερή πετριά
- η έμμονη ιδέα, μανία για κάτι
- από παιδί είχε την πετριά με τα αθλητικά
- ο κάθε άνθρωπος έχει την πετριά του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)