πετρογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πετρογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pétrographie < αρχαία ελληνική πέτρα + γράφω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πετρογραφία θηλυκό
- (γεωλογία) η μελέτη της σύστασης των πετρωμάτων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πετρογραφικός
- → δείτε τις λέξεις πέτρα και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πετρογραφία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)