πετρωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πετρωτός | η | πετρωτή | το | πετρωτό |
γενική | του | πετρωτού | της | πετρωτής | του | πετρωτού |
αιτιατική | τον | πετρωτό | την | πετρωτή | το | πετρωτό |
κλητική | πετρωτέ | πετρωτή | πετρωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πετρωτοί | οι | πετρωτές | τα | πετρωτά |
γενική | των | πετρωτών | των | πετρωτών | των | πετρωτών |
αιτιατική | τους | πετρωτούς | τις | πετρωτές | τα | πετρωτά |
κλητική | πετρωτοί | πετρωτές | πετρωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pe.tɾoˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐τρω‐τός
Επίθετο[επεξεργασία]
πετρωτός, -ή, -ό
- κατασκευασμένος από πέτρα, πέτρινος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πετρωτός
→ δείτε τη λέξη πέτρινος |
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .