πεφωτισμένο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]πεφωτισμένο
- αιτιατική ενικού του πεφωτισμένος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πεφωτισμένος
πεφωτισμένο