πεφωτισμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πεφωτισμένος < αρχαία ελληνική πεφωτισμένος
Μετοχή
[επεξεργασία]πεφωτισμένος (λόγιο)
- αυτός που έχει φωτιστεί, που λάμπει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πεφωτισμένος < φαίνομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]πεφωτισμένος αρσενικό, (θηλυκό πεφωτισμένη, ουδέτερο πεφωτισμένον)
- → δείτε τη λέξη φαίνομαι