πεχάμετρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεχάμετρο τα πεχάμετρα
      γενική του πεχάμετρου
πεχαμέτρου
των πεχάμετρων
πεχαμέτρων
    αιτιατική το πεχάμετρο τα πεχάμετρα
     κλητική πεχάμετρο πεχάμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεχάμετρο < πεχά + μέτρο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pH meter[1])

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πεχάμετρο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. πεχάμετροΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)