πεϊνιρλί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεϊνιρλί τα πεϊνιρλιά
      γενική του πεϊνιρλιού των πεϊνιρλιών
    αιτιατική το πεϊνιρλί τα πεϊνιρλιά
     κλητική πεϊνιρλί πεϊνιρλιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεϊνιρλί < (άμεσο δάνειο) τουρκική (poğaça) peynirli (=μπουγάτσα με τυρί) < peynir < περσική پنیر (panir, τυρί)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πεϊνιρλί ουδέτερο

  • είδος μακρόστενης πίτας από ζύμη ανοικτής στο κέντρο, πλασμένης με τέτοιον τρόπο ώστε να μην πέφτουν τα διάφορα φαγώσιμα υλικά που περιέχει στο άνοιγμα, στο κέντρο, και σερβίρεται μόλις ψηθεί

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]