πηγή
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | πηγή | πηγές |
γενική | πηγής | πηγών |
αιτιατική | πηγή | πηγές |
κλητική | πηγή | πηγές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πηγή < αρχαία ελληνική πηγή
Προφορά[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πηγή θηλυκό
- (γεωγραφία) φυσικό άνοιγμα στη γη από το οποίο αναβλύζει νερό
- θερμές πηγές, ιαματικές πηγές, μεταλλικές πηγές
- τόπος ή σημείο από το οποίο κάτι προέρχεται ή έχει τις ρίζες του
- η πηγή της νόσου ανιχνεύτηκε σε ένα αγρόκτημα...
- η αιτία
- τα χρήματα μπορεί να μην είναι η πηγή της ευτυχίας, αλλά πρέπει τουλάχιστον να καλύπτονται οι βασικές ανάγκες του καθενός
- κείμενο ή πρόσωπο που διαδίδει πληροφορίες
- αναφέρθηκε σε συμπεράσματα από άλλα πειράματα χωρίς να βάλει την πηγή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πηγή
|
|