πηγαινοέρχομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πηγαινοέρχομαι < πηγαίνω + έρχομαι (παρατακτικό σύνθετο)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pi.ʝe.noˈeɾ.xo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πη‐γαι‐νο‐έρ‐χο‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
πηγαινοέρχομαι, πρτ.: πηγαινοερχόμουν, μόνο στο ενεστωτικό θέμα (αποθετικό ρήμα, ελλειπτικό ρήμα)
- πηγαίνω και έρχομαι διαρκώς
- ↪ Πηγαινοέρχομαι στο ταχυδρομείο αλλά το δέμα παραμένει άφαντο.
- συχνάζω
- ↪ Βλέπω πολύ κόσμο να πηγαινοέρχεται στο σπίτι της.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- πηγαινοέρχομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- πηγαινοέρχομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)