πηδαλιοέλικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πηδαλιοέλικα οι πηδαλιοέλικες
      γενική της πηδαλιοέλικας των πηδαλιοελίκων
    αιτιατική την πηδαλιοέλικα τις πηδαλιοέλικες
     κλητική πηδαλιοέλικα πηδαλιοέλικες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πηδαλιοέλικα < πηδάλιο + έλικα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πηδαλιοέλικα θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) συνδυασμός πηδαλίου και έλικας (προπέλας) σε ένα σώμα παρέχοντας ταυτόχρονα κίνηση και κατεύθυνση
    η πηδαλιοέλικα αποτελεί σύγχρονο επίτευγμα ναυπηγικής, η έλικα βρίσκεται μέσα σε μεταλλική στεφάνη που φέρεται σε κάθετο στρεπτό άξονα στη πρύμνη του πλοίου ο δε ομόκεντρος αυτού άξονας της έλικας συνδέεται με τον στροφαλοφόρο της μηχανής, ελαχιστοποιώντας το μήκος του ελικοφόρου άξονα των συμβατικών μηχανοκίνητων πλοίων, η δε εγκατάστασή της θυμίζει ανεστραμμένο επιτραπέζιο ανεμιστήρα.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]