πηδαλιουχώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πηδαλιουχώ < ελληνιστική κοινή πηδαλιουχέω[1] / πηδαλιουχῶ < πηδαλιοῦχος < αρχαία ελληνική πηδάλιον + ἔχω
Ρήμα[επεξεργασία]
πηδαλιουχώ (παθητική φωνή: πηδαλιουχούμαι)
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πηδαλιουχώ | πηδαλιουχούσα | θα πηδαλιουχώ | να πηδαλιουχώ | πηδαλιουχώντας | |
β' ενικ. | πηδαλιουχείς | πηδαλιουχούσες | θα πηδαλιουχείς | να πηδαλιουχείς | (πηδαλιούχει) | |
γ' ενικ. | πηδαλιουχεί | πηδαλιουχούσε | θα πηδαλιουχεί | να πηδαλιουχεί | ||
α' πληθ. | πηδαλιουχούμε | πηδαλιουχούσαμε | θα πηδαλιουχούμε | να πηδαλιουχούμε | ||
β' πληθ. | πηδαλιουχείτε | πηδαλιουχούσατε | θα πηδαλιουχείτε | να πηδαλιουχείτε | πηδαλιουχείτε | |
γ' πληθ. | πηδαλιουχούν(ε) | πηδαλιουχούσαν(ε) | θα πηδαλιουχούν(ε) | να πηδαλιουχούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πηδαλιούχησα | θα πηδαλιουχήσω | να πηδαλιουχήσω | πηδαλιουχήσει | ||
β' ενικ. | πηδαλιούχησες | θα πηδαλιουχήσεις | να πηδαλιουχήσεις | πηδαλιούχησε | ||
γ' ενικ. | πηδαλιούχησε | θα πηδαλιουχήσει | να πηδαλιουχήσει | |||
α' πληθ. | πηδαλιουχήσαμε | θα πηδαλιουχήσουμε | να πηδαλιουχήσουμε | |||
β' πληθ. | πηδαλιουχήσατε | θα πηδαλιουχήσετε | να πηδαλιουχήσετε | πηδαλιουχήστε | ||
γ' πληθ. | πηδαλιούχησαν πηδαλιουχήσαν(ε) |
θα πηδαλιουχήσουν(ε) | να πηδαλιουχήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πηδαλιουχήσει | είχα πηδαλιουχήσει | θα έχω πηδαλιουχήσει | να έχω πηδαλιουχήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πηδαλιουχήσει | είχες πηδαλιουχήσει | θα έχεις πηδαλιουχήσει | να έχεις πηδαλιουχήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πηδαλιουχήσει | είχε πηδαλιουχήσει | θα έχει πηδαλιουχήσει | να έχει πηδαλιουχήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πηδαλιουχήσει | είχαμε πηδαλιουχήσει | θα έχουμε πηδαλιουχήσει | να έχουμε πηδαλιουχήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πηδαλιουχήσει | είχατε πηδαλιουχήσει | θα έχετε πηδαλιουχήσει | να έχετε πηδαλιουχήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πηδαλιουχήσει | είχαν πηδαλιουχήσει | θα έχουν πηδαλιουχήσει | να έχουν πηδαλιουχήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πηδαλιουχώ
|
- ↑ πηδαλιουχέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.