πηκτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πηκτικός | η | πηκτική | το | πηκτικό |
γενική | του | πηκτικού | της | πηκτικής | του | πηκτικού |
αιτιατική | τον | πηκτικό | την | πηκτική | το | πηκτικό |
κλητική | πηκτικέ | πηκτική | πηκτικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πηκτικοί | οι | πηκτικές | τα | πηκτικά |
γενική | των | πηκτικών | των | πηκτικών | των | πηκτικών |
αιτιατική | τους | πηκτικούς | τις | πηκτικές | τα | πηκτικά |
κλητική | πηκτικοί | πηκτικές | πηκτικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πηκτικός < ελληνιστική κοινή πηκτικός < αρχαία ελληνική πηκτός < πήγνυμι ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική coagulant)
Επίθετο[επεξεργασία]
πηκτικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αντιπηκτικός
- εμπηκτικός
- → δείτε τη λέξη πήζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πηκτικός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- πηκτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πηκτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πηκτικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)