πηλίκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Αντωνυμία
[επεξεργασία]πηλίκος, -η, -ον
- (ερωτηματική αντωνυμία) πόσο μεγάλος;
- (ερωτηματική αντωνυμία) ποιας ηλικίας;
- (αόριστη αντωνυμία) κάποιας ηλικίας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πηλίκο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- πηλίκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πηλίκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Αντωνυμίες με κλίση όπως το 'μέγιστος' (αρχαία ελληνικά)
- Αντωνυμίες 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Αντωνυμίες που κλίνονται όπως το 'στρογγύλος' (αρχαία ελληνικά)
- Αντωνυμίες παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα π- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Αντωνυμίες (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ερωτηματικές αντωνυμίες (αρχαία ελληνικά)
- Αόριστες αντωνυμίες (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)