πηλοφόρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πηλοφόρι | τα | πηλοφόρια |
γενική | του | πηλοφοριού | των | πηλοφοριών |
αιτιατική | το | πηλοφόρι | τα | πηλοφόρια |
κλητική | πηλοφόρι | πηλοφόρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πηλοφόρι < μεσαιωνική ελληνική *πηλοφόριον[1] < ελληνιστική κοινή πηλοφόρος < αρχαία ελληνική πηλός + φέρω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πηλοφόρι ουδέτερο
- (εργαλείο) βοηθητικό οικοδομικό εργαλείο που αποτελείται από ένα επίπεδο τμήμα και ένα χερούλι στο κάτω μέρος που χρησιμοποιείται για να έχει, ο εργάτης, εύκολη πρόσβαση σε μικρή ποσότητα λάσπης
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ πηλοφόρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εργαλεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)