πηχάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πηχάκι τα πηχάκια
      γενική
    αιτιατική το πηχάκι τα πηχάκια
     κλητική πηχάκι πηχάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πηχάκι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πηχάκι ουδέτερο

  1. μικρό μακρόστενο κομμάτι ξύλου ή σκληρού πλαστικού
    • πρώτη ύλη για σοβατεπί (ξύλο, συνθετικό υλικό κτλ. κάποιες φορές κούφιο)
  2. συστατικό σύνθετου ξύλινου πάνελ-παζλ
    πολλά μασίφ ξύλινα πάνελ, αποτελούν παζλ από κολλημένα πηχάκια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]