πηχτόγαλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πηχτόγαλο τα πηχτόγαλα
      γενική του πηχτόγαλου των πηχτόγαλων
    αιτιατική το πηχτόγαλο τα πηχτόγαλα
     κλητική πηχτόγαλο πηχτόγαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πηχτόγαλο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πηχτόγαλο ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • πηχτόγαλοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)