πιάστης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πιάστης οι πιάστες
      γενική του πιάστη των πιαστών
    αιτιατική τον πιάστη τους πιάστες
     κλητική πιάστη πιάστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιάστης < πιάνω (έπιασα) + -της < μεσαιωνική ελληνική πιάνω < (ελληνιστική κοινήπιάζω (δωρικός τύπος ) < αρχαία ελληνική πιέζω < ἐπί + ἔζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιάστης αρσενικό

  • (σπάνιο) (λαϊκότροπο) (προφορικό) αυτός που κάτι πιάνει
    • Αλλά τελοσπάντων, φαντάσου παιδάκια, όλο παιδάκια, που θα 'ναι σ' ένα μεγάλο χωράφι με σίκαλη και που θα παίζουνε ξερωγωκάτι, ένα παιχνίδι. Μιλάμε, χιλιάδες παιδάκια, κι εκεί γύρω να μην είναι κανείς -κανένας μεγάλος, λέω δηλαδή- μονάχα εγώ. Κι εγώ θα στέκομαι άκρη άκρη σ' ένα ξεκούδουνο γκρεμό. Και η δουλειά μου εμένα θα 'ναι να τα πιάνω εκεί που θα κοντεύουνε να πέσουνε στον γκρεμό -λέω, ας πούμε, εκεί που τρέχουνε και που δεν βλέπουνε πού πάνε, εγώ θα πρέπει να πετιέμαι από κάπου και να τα πιάνω. Μόνο αυτό θα 'κανα όλη μέρα. Θα 'μουνα ξερωγώ στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης. Τελείως παράνοια είναι, και το ξέρω, αλλά μόνο αυτό θα 'θελα εγώ στο βάθος βάθος. Το ξέρω που είναι παράνοια». (Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης)
    • Ήταν οικονομικός διευθυντής και ταυτόχρονα δούλευε και "πιάστης" (σ.σ. αυτός που παίρνει τα φύλλα από τη μηχανή, τα δένει και τα μετράει). (*)
    • To Κορλοδούρι είναι το παραδοσιακό ποιμενικό σκυλί της Σκύρου με ξεχωριστή ταυτότητα και εργασιακή εξειδίκευοη. Είναι σκύλος «πιάστης». Στην τοπική ορολογία «πιάστες» είναι ειδικά σκυλιά που ακινητοποιούν αγροτικά ζώα (κυρίως αίγες), δαγκώνοντας ελαφρά τους αστραγάλους χωρίς να τα τραυμστίζουν ώστε να περιέλθουν στον έλεγχο του ιδιοκτήτη. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]