πιανιστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιανιστικά < πιανιστικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
πιανιστικά
- σχετικά με το πιάνο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πιάνο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πιανιστικά