πιανιστικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πιανιστικός < πιάνο
Επίθετο
[επεξεργασία]πιανιστικός, -ή, -ό
- σχετικός με το πιάνο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πιάνο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πιανιστικός