πιεστικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιεστικό | τα | πιεστικά |
γενική | του | πιεστικού | των | πιεστικών |
αιτιατική | το | πιεστικό | τα | πιεστικά |
κλητική | πιεστικό | πιεστικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πιεστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πιεστικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πιεστικό ουδέτερο
- (τεχνολογία, εργαλείο) αντλία που συμβάλλει στην αύξηση της πίεσης του νερού σε υδρευτικό δίκτυο
- (τεχνολογία, εργαλείο) πλυστικό μηχάνημα που ρίχνει νερό με πίεση, ή/και άλλο υγρό για απολύμανση ή ψεκασμό
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πιεστικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πιεστικό αρσενικό ή ουδέτερο