πιεστικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιεστικό τα πιεστικά
      γενική του πιεστικού των πιεστικών
    αιτιατική το πιεστικό τα πιεστικά
     κλητική πιεστικό πιεστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Χειροκίνητο πιεστικό, που συνήθως χρησιμοποιείτε για ραντίσματα ή απολυμάνσεις.
Καθαρισμός υπαίθριου χώρου με τη χρήση ηλεκτρικής πιεστικής συσκευής.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιεστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πιεστικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιεστικό ουδέτερο

  1. (τεχνολογία, εργαλείο) αντλία που συμβάλλει στην αύξηση της πίεσης του νερού σε υδρευτικό δίκτυο
  2. (τεχνολογία, εργαλείο) πλυστικό μηχάνημα που ρίχνει νερό με πίεση, ή/και άλλο υγρό για απολύμανση ή ψεκασμό

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πιεστικό αρσενικό ή ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πιεστικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πιεστικός