πιθανικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιθανικός η πιθανική το πιθανικό
      γενική του πιθανικού της πιθανικής του πιθανικού
    αιτιατική τον πιθανικό την πιθανική το πιθανικό
     κλητική πιθανικέ πιθανική πιθανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιθανικοί οι πιθανικές τα πιθανικά
      γενική των πιθανικών των πιθανικών των πιθανικών
    αιτιατική τους πιθανικούς τις πιθανικές τα πιθανικά
     κλητική πιθανικοί πιθανικές πιθανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

πιθανικός < πιθανός + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

πιθανικός, ή, ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]