πιθηκίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιθηκίζω < αρχαία ελληνική πιθηκίζω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική singer[1] [2])
Ρήμα[επεξεργασία]
πιθηκίζω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πιθηκισμός
- → δείτε τη λέξη πίθηκος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πιθηκίζω | πιθήκιζα | θα πιθηκίζω | να πιθηκίζω | πιθηκίζοντας | |
β' ενικ. | πιθηκίζεις | πιθήκιζες | θα πιθηκίζεις | να πιθηκίζεις | πιθήκιζε | |
γ' ενικ. | πιθηκίζει | πιθήκιζε | θα πιθηκίζει | να πιθηκίζει | ||
α' πληθ. | πιθηκίζουμε | πιθηκίζαμε | θα πιθηκίζουμε | να πιθηκίζουμε | ||
β' πληθ. | πιθηκίζετε | πιθηκίζατε | θα πιθηκίζετε | να πιθηκίζετε | πιθηκίζετε | |
γ' πληθ. | πιθηκίζουν(ε) | πιθήκιζαν πιθηκίζαν(ε) |
θα πιθηκίζουν(ε) | να πιθηκίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πιθήκισα | θα πιθηκίσω | να πιθηκίσω | πιθηκίσει | ||
β' ενικ. | πιθήκισες | θα πιθηκίσεις | να πιθηκίσεις | πιθήκισε | ||
γ' ενικ. | πιθήκισε | θα πιθηκίσει | να πιθηκίσει | |||
α' πληθ. | πιθηκίσαμε | θα πιθηκίσουμε | να πιθηκίσουμε | |||
β' πληθ. | πιθηκίσατε | θα πιθηκίσετε | να πιθηκίσετε | πιθηκίστε | ||
γ' πληθ. | πιθήκισαν πιθηκίσαν(ε) |
θα πιθηκίσουν(ε) | να πιθηκίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πιθηκίσει | είχα πιθηκίσει | θα έχω πιθηκίσει | να έχω πιθηκίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πιθηκίσει | είχες πιθηκίσει | θα έχεις πιθηκίσει | να έχεις πιθηκίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πιθηκίσει | είχε πιθηκίσει | θα έχει πιθηκίσει | να έχει πιθηκίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πιθηκίσει | είχαμε πιθηκίσει | θα έχουμε πιθηκίσει | να έχουμε πιθηκίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πιθηκίσει | είχατε πιθηκίσει | θα έχετε πιθηκίσει | να έχετε πιθηκίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πιθηκίσει | είχαν πιθηκίσει | θα έχουν πιθηκίσει | να έχουν πιθηκίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ πιθηκίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πιθηκίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)