πικετοφορία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πικετοφορία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πικετοφορία θηλυκό
- πολιτική ή άλλου είδους διαμαρτυρία ή πορεία στην οποία οι συμμετέχοντες κρατούν πλακάτ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πικετοφορία
|