πικούνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πιγούνι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πικούνι τα πικούνια
      γενική του πικουνιού των πικουνιών
    αιτιατική το πικούνι τα πικούνια
     κλητική πικούνι πικούνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πικούνι < ιταλική piccone < picco

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πικούνι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]