πικραλίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πικραλίδα οι πικραλίδες
      γενική της πικραλίδας των πικραλίδων
    αιτιατική την πικραλίδα τις πικραλίδες
     κλητική πικραλίδα πικραλίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πικραλίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πικραλίδα[1] / πικραλίς < αρχαία ελληνική πικρίς

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pi.kɾaˈli.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐κρα‐λί‐δα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πικραλίδα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. πικραλίδαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πικραλίδα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πικραλίς ( αιτιατική ενικού «τὴν πικραλίδα») < αρχαία ελληνική πικρ(ίς) + -αλίς < πικρός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πικραλίδα θηλυκό

Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]