πικραμυγδαλέλαιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πικραμυγδαλέλαιον < πικραμύγδαλ(ο) + -έλαιον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πικραμυγδαλέλαιον ουδέτερο
πικραμυγδαλέλαιον ουδέτερο