πικροθρήνητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πικροθρήνητος < πικρός + θρηνώ + -τος (κατά το αξιοθρήνητος)
Επίθετο[επεξεργασία]
πικροθρήνητος
- που τον έχουν θρηνήσει πικρά, πολύ έντονα, που τον έκλαψαν γοερά και από βάθος καρδιάς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πικροθρήνητος
|