πικρόχολα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πικρόχολα < πικρόχολος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
πικρόχολα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πικρόχολα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πικρόχολα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πικρόχολος