πικ νικ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πικ νικ < (λόγιο δάνειο) γαλλική pique-nique[1] < pique + nique < piquer + nique
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πικ νικ ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία) πρόχειρο γευμάτισμα σε εξοχή στη διάρκεια σύντομης εκδρομής ή εξόρμησης
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πικ νικ
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πικ νικ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)